αφεδρώνας

αφεδρώνας
ο (Α ἀφεδρών) [άφεδρος]
ο πρωκτός
αρχ.
το αποχωρητήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αφεδρώνας — ο και αφεδρώνα, η ο πρωκτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφεδρῶνας — ἀφεδρών privy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”