Dictionary of Greek. 2013.
αφεδρώνας — ο και αφεδρώνα, η ο πρωκτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφεδρῶνας — ἀφεδρών privy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)